- Πέλλας, νομός
- Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει έκταση 2.506 τ. χλμ. Πρωτεύουσα του νομού είναι η Έδεσσα.
Διοικητικά ο νομός Π. χωρίζεται σε 11 δήμους: Αριδαίας, Βεγορίτιδας, Γιαννιτσών, Έδεσσας, Εξαπλατάνου, Κρύας Βρύσης, Κύρου, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Μενηίδος, Πέλλας και Σκύδρας.
Μορφολογία, υδρογραφία, κλίμα. Το ανάγλυφο του νομού Π. καθορίζεται βασικά από τους ορεινούς όγκους του Πάικου, του Βόρα (Καϊμακτσαλάν) και του Βερμίου και από τις πεδιάδες Αριδαίας και Γιαννιτσών. Το Πάικο (κορυφές Πολέτι 1.650 μ., Πύργος 1.494 μ., Βερτόπια 1.490 μ., Τσούμα 1.219 μ., Σκρα 1.097 μ.) υψώνεται με κατεύθυνση B-N στο ανατολικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κιλκίς, αφήνοντας μοναδική διάβαση στο βόρειο τμήμα, από τη Λαγκαδιά στον Σκρα, του νομού Κιλκίς. Στα Β, στα σύνορα με τα Σκόπια, ολόκληρος ο νομός κλείνεται από τον ορεινό όγκο του Βόρα (κορυφές, από Α προς Δ, Τζένα 2.182 μ., Πίνοβο 2.154 μ., Κόζιακας 1.817 μ.), διακλαδώσεις του οποίου (Καϊμακτσαλάν 1.254 μ., Οσμανάκος 1.963 μ.) κλείνουν τον νομό στα Α, από τον νομό Φλώρινας και χαμηλώνουν βαθμιαία απολήγοντας στα Δ στη λίμνη Βεγορίτιδα, ενώ στα Δ, με μία τοξοειδή διάταξη φτάνουν στα στενά του Αψάλου, όπου απολήγει και το Πάικο από Α. Μεταξύ των βουνών αυτών σχηματίζεται η λεκανοειδής πεδιάδα της Αριδαίας. Το νότιο και το ανατολικό τμήμα του νομού αποτελεί συνέχεια της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης και περιλαμβάνει επίσης την πεδιάδα που δημιουργήθηκε από την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών.
Το υδρογραφικό δίκτυο του νομού, φυσικό και τεχνητό, είναι πλούσιο. Τα διάφορα, μικρότερα ή μεγαλύτερα, υδάτινα ρεύματα που από τα γύρω βουνά καταλήγουν στην πεδιάδα της Αριδαίας (Τοπλίτσα, Κόζιακας, Ξεροπόταμος, Γκολέμα) φτάνουν τελικά στον Μογλενίτσα, ο οποίος τα μεταφέρει στον Λουδία, βασικό ποταμό του νομού, από το έδαφος του οποίου βγαίνει στο σημείο όπου συναντώνται οι νομοί Π., Ημαθίας και θεσσαλονίκης, για να καταλήξει τελικά στον Θερμαϊκό μεταξύ Αλιάκμονα και Αξιού. Στον Λουδία επίσης εκβάλλει ο Βόδας ή Εδεσσαίος, ο οποίος σχηματίζεται στη βαλτώδη περιοχή ΒΑ της λίμνης Βεγορίτιδας, δέχεται νερά της λίμνης, που διοχετεύεται σε αυτόν με τεχνητή διώρυγα, περνάει, στρεφόμενος προς τα Α από τα στενά της Έδεσσας, που σχηματίζονται μεταξύ των απολήξεων του Καϊμακτσαλάν προς τα Β και του Βερμίου προς τα Ν, κινεί τον υδροηλεκτρικό σταθμό του Άγρα, διαρρέει την Έδεσσα σχηματίζοντας τους γνωστούς καταρράκτες και καταλήγει στον Λουδία. Στο έδαφος του νομού περιλαμβάνεται και το βόρειο τμήμα της Βεγορίτιδας λίμνης. Το υδρογραφικό δίκτυο συμπληρώνεται με μεγάλα υδραυλικά έργα, που έγιναν για την αποξήρανση της λίμνης Γιαννιτσών και για τη διευθέτηση της κοίτης των ποταμών που κατέληγαν σε αυτήν.
Το κλίμα του νομού είναι τραχύ στο βόρειο τμήμα και ιδίως στα ορεινά, με μεγάλες βροχοπτώσεις (800-1.200 χιλιοστά) ενώ στο νότιο τμήμα, όπου φτάνει η επίδραση της θάλασσας, γίνεται ηπιότερο και οι βροχοπτώσεις είναι μικρότερες (600-800 χιλιοστά). Στη πεδιάδα των Γιαννιτσών κατά τη θερμή περίοδο φυσούν ξηροί και θερμοί άνεμοι (λίβες), συχνά δυσμενείς για τη γεωργία. Στη πεδιάδα επίσης των Γιαννιτσών και κατά μήκος των ανατολικών κλιτύων του Βερμίου πνέει, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες, ο καρατζοβίτης, άνεμος σφοδρός και ψυχρός.
Οικονομία, οικισμοί. Ο νομός Π., όπως και ο γειτονικός του νομός Ημαθίας, έχουν υψηλό σχετικά εισόδημα από τη γεωργία αποτέλεσμα της ανάπτυξης κατά τα τελευταία χρόνια, της οπωροκαλλιέργειας. Στην ανάπτυξη αυτή συνετέλεσαν και οι μεγάλες αρδευόμενες εκτάσεις· στον νομό Π. αρδεύονται οι μισές από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, ενώ σε ολόκληρη τη Μακεδονία αρδεύονται λιγότερες από το 1/4 και σε ολόκληρη την Ελλάδα, λιγότερες από το 1/5. Ο νομός Π. έρχεται πρώτος στην παραγωγή κερασιών σε ολόκληρη την Ελλάδα, δεύτερος, μετά τον νομό Ημαθίας, στην παραγωγή ροδάκινων και μήλων και δεύτερος επίσης, μετά τον νομό Καβάλας, στην παραγωγή αραβοσίτου. Από τον νομό Π. προέρχεται επίσης όλο σχεδόν το κόκκινο πιπέρι της χώρας, το τέταρτο περίπου της ξυλείας από οξυά, καθώς και σημαντικό τμήμα της παραγωγής καπνών της αμερικανικής ποικιλίας Μπέρλεϊ (περιοχή Γιαννιτσών). Η βιομηχανία του νομού βασίζεται κυρίως στη γεωργική του παραγωγή (συσκευαστήρια και κονσερβοποιία φρούτων κλπ.) καθώς και στην κλωστοϋφαντουργία και στη βιομηχανία ξύλου.
Χάρη στην ανεπτυγμένη γεωργία, η μετανάστευση δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις και ο νομός παρουσίασε ικανοποιητική σχετικά πληθυσμιακή εξέλιξη, σε σύγκριση με τους περισσότερους νομούς της Μακεδονίας.
Ιστορία. Ο σημερινός νομός Π. περιλαμβάνει, από τις αρχαίες μακεδονικές περιοχές, την Αλμωπία και τμήματα της Ημαθίας, της Εορδαίας και της Βοττιαίας. Η Αλμωπία συμπίπτει με τη σημερινή ομώνυμη περιοχή. Της αρχαίας Ημαθίας τμήμα ήταν οι βορειότερες από τις ανατολικές πλαγιές του Βερμίου με κέντρο την Έδεσσα, την πρώτη πρωτεύουσα των Τημενιδών κατά τους ιστορικούς χρόνους. Mία άλλη ονομασία της μακεδονικής πρωτεύουσας, Αιγαί, σχετίζεται περισσότερο, στις ιστορικές πηγές, με τα βασιλικά ανάκτορα και τους βασιλικούς τάφους. Εδώ εξακολούθησαν να γίνονται, ακόμα και όταν ο Αρχέλαος (413-399 π.Χ.) μετέφερε την πρωτεύουσα στην Πέλλα, θρησκευτικές τελετές, οι γάμοι και η ταφή των νεκρών της βασιλικής οικογένειας. Εδώ, επομένως, στην Έδεσσα, την πανάρχαια κοιτίδα των Μακεδόνων, κρύβεται η απάντηση στο ερώτημα ποιοί ήταν οι αρχαίοι Μακεδόνες.
Στην αρχαία Εορδαία ανήκε το δυτικό και ορεινότερο τμήμα του σημερινού νομού Π., οι νότιες κλιτύς του Βόρα και το βόρειο τμήμα του Βερμίου, γύρω στη Βεγορίτιδα λίμνη. Το χαμηλότερο υψόμετρο εδώ, στον κάμπο της Άρνισσας, είναι 560μ. Κοντά βρίσκεται η βόρεια από τις τρεις υποχρεωτικές διαβάσεις του Βερμίου, το οποίο χωρίζει την Άνω Μακεδονία των αρχαίων από την Κάτω ή παρά θάλασσαν. Από τα υψόμετρα γύρω στα 600μ. του οροπεδίου της Άνω Μακεδονίας κατεβαίνουμε στο 320 της Έδεσσας, στο 128 της Αλμωπίας (Αριδαία), στο 40 των Γιαννιτσών και της Πέλλας. Αυτή κυρίως τη διάβαση του Βερμίου ακολούθησαν οι Μακεδόνες στην κοσμοϊστορική πορεία τους από τα βουνά και τα λιβάδια της Πίνδου προς τη θάλασσα και την κοσμοκρατορία. Στις ανατολικές πλαγιές του Βερμίου εγκαταστάθηκαν περίπου το 700 π.Χ. Ως τότε όλη την περιοχή της Κάτω Μακεδονίας, γύρω στον Θερμαϊκό, την κατείχαν θρακικά φύλα.
Από την αρχαία Βοττιαία μόνο η περιοχή της Πέλλας υπάγεται τώρα στον νομό Π. Οι Βοττιαίοι, θρακικό φύλο, που το απώθησαν οι Τημενίδες στη Χαλκιδική, κατείχαν μια στενή λωρίδα γης, Δ του Αξιού, ανάμεσα στο Πάικο και στη θάλασσα, με πόλεις την Πέλλα και τις Ίχνες. Η περιοχή των Ιχνών, ανάμεσα στα Κουφάλια και στη Χαλκηδόνα, υπάγεται στον νομό Θεσσαλονίκης.
Η περιοχή του σημερινού νομού Π. ήταν ζωτικής σημασίας ανά τους αιώνες για την κίνηση πληθυσμών και αγαθών, μάλιστα από τα Δ προς τα Α και αντίθετα, από τον Θερμαϊκό κόλπο στο Ιόνιο πέλαγος. Ενώ αυτό ισχύει και για τους αρχαιότατους και για τους κλασικούς χρόνους, γίνεται σαφέστερο κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Η περίφημη Εγνατία οδός διέσχιζε την περιοχή, με σταθμούς την Έδεσσα, την Πέλλα κλπ. Παρ’ όλα αυτά και κατά τη ρωμαϊκή αυτή εποχή, με το πέρασμα των ρωμαϊκών λεγεώνων και την εγκατάσταση Ρωμαίων αποίκων στην Πέλλα, δεν άλλαξε ο χαρακτήρας του πληθυσμού. Η γλώσσα των κατοίκων έμεινε ελληνική, όπως και η τέχνη της περιοχής, μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Σημαντικές από την άποψη αυτή είναι μερικές επιγραφές δίγλωσσες, οι οποίες, αν και είναι επίσημα κείμενα (π.χ. μιλιάρια της Εγνατίας) ή επιτύμβια Ρωμαίων πολιτών, δεν είναι γραμμένα μόνο στην επίσημη γλώσσα του κράτους, τη λατινική, αλλά και στη γλώσσα των κατοίκων της περιοχής, την ελληνική.
Βυζαντινοί χρόνοι: Στα παλαιοχριστιανικά χρόνια η ζωή εξακολουθεί και ιδιαίτερα στην Έδεσσα, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, παρουσιάζει μια ξεχωριστή ζωντάνια. Εξάλλου η Εγνατία οδός, που διέσχιζε κατά μήκος τον νομό Π., ήταν ένας σοβαρός λόγος για να κρατήσουν μαζί με την Έδεσσα τη σημασία τους και όσα πολίσματα βρίσκονταν στην πορεία της. Επί Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.) οι Βησιγότθοι και αργότερα, τον 6o και 7o αι., οι Ούννοι και οι Σλάβοι ταλαιπωρούν την περιοχή. Τον 7o αι. αναφέρεται για πρώτη φορά Επίσκοπος Εδέσσης. Κατά τους δύο επόμενους αιώνες, 8o και 9o, η ζωή, όπως και στην υπόλοιπη Μακεδονία, είναι πλούσια και ειρηνική, ενώ στα χρόνια που ακολουθούν δοκιμάζεται σκληρά από τις βουλγαρικές επιδρομές του τσάρου Συμεών (893-927) και Σαμουήλ (976-1014). Στις μεγάλες μάλιστα συγκρούσεις μεταξύ του Βασιλείου B’ Βουλγαροκτόνου (976-1025) και του Σαμουήλ, το φρούριο της Έδεσσας το καταλαμβάνει δύο φορές ο Σαμουήλ και το εκπορθεί ο Βασίλειος. Το 1018, όταν αποκαθίσταται η ειρήνη, η περιοχή συνδέεται εκκλησιαστικά με την Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας. Κατά τους επόμενους αιώνες, εξαιτίας κυρίως της Εγνατίας οδού, στην περιοχή του νομού Π. γίνονται κάθε τόσο συγκρούσεις, τόσο κατά τους Νορμανδικούς πολέμους, όσο και κατά τη φραγκοκρατία. Στον πόλεμο των δύο Ανδρόνικων και στους δυναστικούς αγώνες του Ιωάννη Καντακουζηνού η περιοχή δοκιμάζεται από τους Σέρβους του Στέφανου Ντουσάν, ο οποίος καταλαμβάνει και λεηλατεί δύο φορές την Έδεσσα.
Τουρκοκρατία: Η ιστορία της περιοχής από την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης μέχρι την ενσωμάτωση της Μακεδονίας με την υπόλοιπη Ελλάδα ακολούθησε, σε γενικές γραμμές, την πορεία της υπόλοιπης Bόρειας Ελλάδας. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει ίσως να γίνει για την περιοχή της αρχαίας Πέλλας, των Γενιτσών (Γιαννιτσών) και της Έδεσσας, που παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ήδη από την εποχή της σερβοκρατίας του Στέφανου Ντουσάν άρχισαν να εγκαθίστανται στις περιοχές αυτές μεμονωμένες ομάδες σλαβικών πληθυσμών, ενώ από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας στην κεντρική Μακεδονία (μέσα 14ου αι.) άρχισαν να πραγματοποιούνται εποικισμοί τουρκικών φύλων, των Γιουρούκων, οι οποίοι, ως γεωργοί και βοσκοί, πλαισίωσαν ελληνικούς πληθυσμούς στις Σέρρες, στις περιοχές BΔ της Θεσσαλονίκης και στην περιοχή των Γενιτσών. Οι Γιουρούκοι της κεντρικής Μακεδονίας αναφέρονται σε τουρκικά απογραφικά βιβλία του 16ου αι. ως Γιουρούκοι του Εβρενός, ίσως επειδή ακολούθησαν τον μεγάλο Τούρκο στρατηλάτη Εβρενός, το γιο του Μπυράκ και τον εγγονό του Ουμούρ. Οι νομάδες αυτοί είχαν ως ιερό κέντρο τα Γενιτσά (Γενιτζέ Βαρδάρ), όπου σωζόταν μέχρι τα τελευταία χρόνια ο τάφος του Αχμέτ Εβρενός, του δασκάλου του Σαχ Λιάνη και άλλα μουσουλμανικά κτίσματα. Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, οι Γιουρούκοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στα χωριά Ασικλάρ, Κισαλάρ, Ασάρμπεη, Νιδίρ, Γιαγιάκιοϊ και Καράμτζα. Προφορικές επίσης παραδόσεις των Οθωμανών της Πέλλας μιλούσαν για τα κατορθώματα του τοπάρχη Αχμέτ Εβρενός και του γιου του Αλή, που θάφτηκε στο σπουδαιότερο τζαμί των Γενιτσών, το οποίο κατασκευάστηκε από τα λείψανα των αρχαίων μακεδονικών παλατιών της Πέλλας. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία των τουρκοκρατούμενων Γενιτσών μέχρι τα νεότερα χρόνια είναι συνυφασμένη με τη θρυλική ιστορία της οικογένειας Εβρενός.
Για την τύχη της αρχαίας Πέλλας στην τουρκοκρατία πολύ λίγες είναι οι πληροφορίες. Ο Γάλλος περιηγητής Beaujour κάνει λόγο για λιγοστά και ασήμαντα ερείπια, που, όπως νόμιζε, αποτελούσαν λείψανα του αρχαίου λιμανιού και του καναλιού που το ένωνε με τη θάλασσα. Είναι χαρακτηριστικό για τη διάσωση της τοπικής παράδοσης το γεγονός, ότι το χωριό που βρισκόταν στη θέση της παλιάς Πέλλας ονομαζόταν στην τουρκοκρατία Παλάτια (είχε και την ονομασία Άγιοι Απόστολοι και τουρκικά Αλά Κλισέ) και ακόμα, ότι σε απόσταση 20’ από το Αλά Κλισέ βρισκόταν μία πηγή, που οι Έλληνες την ονόμαζαν Πέλλη και οι Βούλγαροι (που ήρθαν στις αρχές του 18ου αι. και εγκαταστάθηκαν σε 60 ομοιόμορφες αγροικίες, κατασκευασμένες από τον Τούρκο τσιφλικά Σελίμ) Πελ (την πληροφορία τη δίνει ο περιηγητής Λικ).
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς επικράτησαν οι Οθωμανοί σε καθεμιά από τις περιοχές του σημερινού νομού Πέλλης· δεν είναι καν βέβαιη η χρονολογία της κατάκτησης των μεγάλων αστικών κέντρων της κεντρικής Μακεδονίας (Βέροιας, Νάουσας, ‘Εδεσσας). Γύρω στα 1389 πάντως οι Οθωμανοί προήλασαν μέχρι την Έδεσσα (Βοδενά), απωθώντας τους Σέρβους διαδόχους του Ντουσάν. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις, η Έδεσσα πρόβαλε αντίσταση για περισσότερους από 8 μήνες και μόνο με προδοσία έγινε τελικά κατορθωτή η πτώση της (θρύλοι για τη νεομάρτυρα Παρθένα, τον ιερομόναχο Σεραφείμ, τον προδότη Πέτρο ή Κελ Πέτρο κ.ά.). Φαίνεται ότι στον εδεσσαϊκό πληθυσμό το χριστιανικό στοιχείο ήταν υπολογίσιμο, γιατί οι τουρκικές αρχές της περιοχής προτιμούσαν ως έδρα της τοπικής διοίκησης όχι τόσο την πρωτεύουσα του καζά της Έδεσσας, αλλά τα Γενιτσά, πρωτεύουσα άλλου, ομώνυμου (Γενιτζέ Βαρδάρ) καζά, όπου έμεναν ο κεχαγιάς των σπαχήδων, ο κεχαγιάς της πόλης, ο σερδάρης των γενιτσάρων κ.ά. Γι’ αυτόν το λόγο η πόλη αυτή ευημερεί, διαθέτει 17 συνοικίες και περίπου 1.500 σπίτια, αγορές, χάνια, 17 τζαμιά, 740 καταστήματα κλπ. Κύριο τοπικό προϊόν είναι ο καπνός, που γίνεται πασίγνωστος, μέχρι την Περσία, για την ποιότητά του. Το σπουδαιότερο βέβαια κτίσμα των Γενιτσών παραμένει ο τάφος του Σεΐχ Ιλαχή (ή Λιάνη), που αποτελεί και τόπο προσκυνήματος των μουσουλμάνων. Όπως και τα Γενιτσά, έτσι και η Έδεσσα συνδέθηκε με τις κατακτήσεις του Εβρενός και αποτελούσε και αυτή καζά, που εξαρτιόταν από το σαντζάκι θεσσαλονίκης. Η Έδεσσα ήταν πάντοτε μικρότερη από τα Γενιτσά, με 1.000 περίπου σπίτια, 10 ξενώνες και 300 εργαστήρια. Κατά τις αρχές του 18ου αι. η έξαρση της ληστείας και της παρανομίας στις περιοχές της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας οδήγησε στην κατάργηση των αρματολικιών (φιρμάνι Αχμέτ Γ’ του 1721) των Γενιτσών, των Βοδενών, της Βέροιας, του Αβρέτ Χισάρ κ.ά. Ύστερα ωστόσο από μερικές δεκαετίες, η αναστάτωση αρχίζει και πάλι να ταράζει την περιοχή, πράγμα που οδήγησε στην ένταση της δραστηριότητας των Ελλήνων κλεφτών και αρματολών της κεντρικής (ορεινής) Μακεδονίας.
Κατά τα μέσα του 18ου αι. ιδρύεται στην Έδεσσα ελληνική σχολή, με διδάσκαλο τον γνωστό Γιαννιώτη λόγιο Αμφιλόχιο Παρασκευά (1765-75). Η σχολή διέκοψε τη λειτουργία της για ένα μικρό διάστημα, κατά την εποχή της Eπανάστασης του 1821. Στα Γενιτσά ελληνική σχολή αναφέρεται ήδη από τον 17o αι., αλλά οι πληροφορίες για τους δασκάλους και μαθητές της είναι αόριστες.
Στις αρχές του 19ου αι. η περιοχή είναι ήδη στη δικαιοδοσία του Αλή πασά του Τεπελενλή (τα σύνορα του κρατιδίου του έφταναν μέχρι το χωριό Πύργος των Γενιτσών). Τα Βοδενά πέφτουν στα χέρια του Αλή ήδη από το 1798 σε εποχή που η πόλη γνώριζε ξεχωριστή ακμή, με τις εμπορικές της αγορές των προϊόντων του Σαρή Γκιολ, του Οστρόβου (Άρνισσα) ακόμα και της Φλώρινας. Ο ελληνικός πληθυσμός (500 σπίτια) αποτελούσε τότε το 1/3 της πόλης. Στα 1782 ιδρύεται στην Έδεσσα και νέα ελληνική σχολή, το Ελληνομουσείον, που συντηρείται από δωρεές πλούσιων Εδεσσαίων (Χατζή Παρίσης κ.ά.), καθώς επίσης και ένα στοιχειώδες δημοτικό, το Κοινόν Σχολείον, που το συντηρούσαν οι κάτοικοι με εράνους.
Με την έκρηξη της Eπανάστασης του 1821 η περιοχή της Πέλλας γνώρισε πολλές μέρες σκληρής τρομοκρατίας. Υπάρχουν πληροφορίες για συλλήψεις Ελλήνων προκρίτων και εμπόρων στα Γενιτσά, Βοδενά, Βέροια, Αβρέτ Χισάρ κ.ά., για λεηλασίες και ωμότητες εις βάρος αμάχων και για αντίποινα εξαιτίας της εξέγερσης της Χαλκιδικής και της Πιερίας. Από τους κατοίκους πολλοί έλαβαν μέρος στις εχθροπραξίες στη Βέροια και στη Νάουσα (επικεφαλής των αρματολών Γάτσου και των Καρατασαίων, του Εδεσσαίου προκρίτου Ναούμ κλπ.), για να αναγκαστούν, μετά την αποτυχία της επανάστασης του Βερμίου, να καταφύγουν ή στην ανατολική Μακεδονία (οι γνωστοί σήμερα με την επωνυμία Πουλιβάκες) ή στις βόρειες Σποράδες και από εκεί στη νότια Ελλάδα. Από τους άντρες πολλοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα ορεινά, ιδίως στον Όλυμπο, από όπου εξορμούσαν στις πεδιάδες της κεντρικής Μακεδονίας χτυπώντας τους Τούρκους κατοίκους (1822 – 1824).
Μετά την έναρξη των αναταραχών που προκάλεσε η ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας, η περιοχή έγινε πεδίο δραματικής αναμέτρησης μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Στους καλαμιώνες των Γενιτσών, στα χωριά του Άγρα, της Έδεσσας, του Οστρόβου και άλλων γειτονικών περιοχών άρχισε, στα τέλη του 19ου αι., αλλά κυρίως γύρω στα 1907-1908, η δράση των γνωστότερων Μακεδονομάχων (του Τέλλου Άγρα, του καπετάν Νικηφόρου - Ιωάννη Δεμέστιχα, του Κώτα, του Γκόνου Γιώτα, του Γαρέφη, του Θεοδώρου Ασκητού, του καπετάν Μακρή κλπ.). Και είναι ενδεικτικό για το γεγονός αυτό ότι η Πηνελόπη Δέλτα, ως κέντρο του γνωστού της μυθιστορήματος για τον Μακεδόνικο Αγώνα Τα μυστικά του Βάλτου, διάλεξε την περιοχή του σημερινού νομού Πέλλης. Από το 1912 κ.εξ. το τμήμα αυτό της Μακεδονίας, που ενσωματώθηκε, ύστερα από τον A’ Βαλκανικό πόλεμο, με την Ελλάδα, ακολούθησε πια κοινή ιστορική πορεία με την υπόλοιπη χώρα.Αρχαιολογία, μνημεία. Τα μνημεία που διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας στον νομό Π. αντιπροσωπεύουν όλες τις φάσεις της ιστορίας της περιοχής. Αν και μεγάλες και συστηματικές ανασκαφές έγιναν μόνο στην Πέλλα και στον Λόγγο της Έδεσσας, σε πολλά σημεία του νομού επισημάνθηκαν ερείπια οικισμών, μεμονωμένων κτιρίων και νεκροταφεία, βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη και άλλο οικοδομικό υλικό και εντοπίστηκαν εκκλησίες και μοναστήρια, αλώβητα ή μετασκευασμένα από φιλόδοξους ανακαινιστές.
Από τις αρχαίες πόλεις του νομού Π. περισσότερο αξιοσπούδαστες είναι βέβαια η Έδεσσα και η Πέλλα· και από τις άλλες όμως περιοχές του νομού ήρθαν στο φως αξιόλογα ευρήματα, που χρονολογούνται από τους αρχαιότατους χρόνους μέχρι την ύστερη αρχαιότητα: από την Άρνισσα της Εορδαίας, το Νησί, τη Φλαμουριά, τα Σεβαστιανά, τη Σκύδρα και το Ριζάρι της Έδεσσας· από τη Μαργαρίτα, την Άψαλο και τον Πρόδρομο της Αλμωπίας· από το Μάνδαλο, την Αραβησσό, τη Λειβαδίτσα και το Δυτικό των Γιαννιτσών. Τα ευρήματα αυτά είναι συγκεντρωμένα στα μουσεία των τριών πόλεων, που υπήρξαν διαδοχικά πρωτεύουσες της Μακεδονίας, της Έδεσσας, της Πέλλας και της Θεσσαλονίκης.
Από τους χριστιανικούς χρόνους ήρθε στο φως πριν από μερικά χρόνια μια παλαιοχριστιανική βασιλική και αργότερα ανασκάφθηκαν άλλες δύο στον Λόγγο, κάτω από τη σημερινή Έδεσσα, όπου έγιναν οι ανασκαφές της αρχαίας πόλης. Στον Λόγγο βρέθηκαν επίσης δείγματα του αποχετευτικού συστήματος, τάφοι και τείχη, που μαρτυρούν μία ακμαία ζωή στην παλαιοχριστιανική εποχή. Από την ίδια περίοδο βρέθηκε μία βασιλική με ενδιαφέροντα γλυπτά κοντά στο χωριό Νησί, επισημάνθηκαν άλλες δύο στη Μαργαρίτα, διαπιστώθηκαν ερείπια κτισμάτων στην Άψαλο και ένα νεκροταφείο στην Άλωρο, ενώ διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη και άλλα ευρήματα έχουν περισυλλέγει στο Φλαμούρι, το Λιποχώρι κ.α.
Από τη βυζαντινή περίοδο ενδιαφέρουσα είναι η μητρόπολη της Έδεσσας, η οποία αν και μετασκευάστηκε στους μεταβυζαντινούς χρόνους διατηρεί κάτω από τα ασβεστώματα τις αρχικές τοιχογραφίες. Στην ίδια εποχή ανήκουν τα ερείπια στον Πρόδρομο, τα φρούρια στην Αραβησσό και στη Χρυσή, ενώ στο αρχαίο κάστρο της Μαργαρίτας και την ακρόπολη της Έδεσσας βρίσκονται βυζαντινά τμήματα.
Από τη μεταβυζαντινή εποχή σώθηκαν πολλά μνημεία. Ο Άγιος Γεώργιος στο Κάτω Γραμματικό, η Γέννηση της Θεοτόκου κοντά στο Νησί, οι ναοί των Αγίων Αποστόλων και της Ανάληψης στην Έδεσσα, η μονή του Αρχαγγέλου Αλμωπίας, η μονή Αγίας Τριάδας στον Λόγγο της Έδεσσας και οι εφημεριακοί ναοί πολλών οικισμών ανήκουν στην περίοδο αυτή.
Από τη λαϊκή αρχιτεκτονική της Έδεσσας ελάχιστα δείγματα σώζονται, γιατί ό,τι απέμεινε από την πολιτιστική αυτή φάση καταστράφηκε εντελώς στη μεγάλη πυρκαγιά της πόλης.
Οι Μακεδόνες συνήθιζαν πολύ να χρησιμοποιούν αγγεία του τύπου της πελίκης. Στη φωτογραφία, μια ερυοθρόμορφη πελίκη με παράσταση αμαζονομαχίας, που βρέθηκε σε νεκροταφείο της αρχαίας Πέλλας. (Μουσείο Πέλλας).
Μεταβυζαντινή τοιχογραφία στο Νησί.
Παλαιοχριστιανικό κιονόκρανο στην αυλή της μονής Αγίας Τριάδας, στο Λόγγο της Έδεσσας.
Πύλη με κυκλική αυλή που χρησίμευε ως έξοδος από την κάτω πόλη της αρχαίας Έδεσσας προς τον κάμπο. Στα ρωμαικά χρόνια έφραξαν τα δυο ημικύκλια της αυλής, στενεύοντας έτσι την είσοδο της πύλης, για καθαρά στρατιωτικούς λόγους.
Εύρημα από την Πέλλα, μαρμάρινο επιτάφιο για χοίρο, των τελευταίων ρωμαϊκών χρόνων. Το επίγραμμα διηγείται την ιστορία του ζώου.
Μαρμάρινο κεφάλι του Αλέξανδρου, που βρέθηκε στα Γιαννιτσά, όπου είχε μεταφερθεί από την Πέλλα. (Μουσείο Πέλλας)
Τα όρος Πάικο, που μαζί με τον Βόρα, περικλείουν την πεδιάδα της Αριδαίας.
Το όρος Βόρας.
Στο νομό Πέλλας υπάρχουν εκτροφεία πέστροφας για τοπική κατανάλωση.
Νομός Πέλλας. Ο νομός διαθέτει πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο, φυσικό, με βασικό ποταμό το Λουδία.
Άποψη της Βεγορίτιδας από την Άρνιοσα. Το βόρειο τμήμα της λίμνης βρίσκεται στο νομό Πέλλας
Ο νομός διαθέτει επίσης και τεχνητό υδρογραφικό δίκτυο, που προέρχεται από την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών.
Dictionary of Greek. 2013.